δουλευτός

δουλευτός
δουλ-ευτός, ή, όν,
A servile, Al.Le.23.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δουλευτός — ή, ό (Α δουλευτός, ή, όν) νεοελλ. καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος καλά αρχ. δουλικός …   Dictionary of Greek

  • δουλευτῶν — δουλευτός servile fem gen pl δουλευτός servile masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλευταῖς — δουλευτός servile fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλευταί — δουλευτός servile fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλευτή — δουλευτός servile fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδούλευτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει δουλευτεί με πολύ κόπο 2. αυτός που έχει γίνει από πολλούς δούλους 3. πολύ δουλεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δουλεύω (πρβλ. καλο δούλευτος)] …   Dictionary of Greek

  • δουλευτάς — δουλευτά̱ς , δουλευτός servile fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”